- υποφαρμασσω
- ὑποφαρμάσσωὑπο-φαρμάσσωатт. ὑποφαρμάττω приправлять, сдабривать
(τὸν ἄκρατον Plut.)
ὑ. τέν (τοῦ μελιτείου) γλυκύτητα ῥίζαις Plut. — приправлять сладкий мед кореньями
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὸν ἄκρατον Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υποφαρμάσσω — και ὑποφαρμάττω Α ανακατεύω κάτι με φάρμακα ή με αρωματικές ουσίες («Ἑλένην ὑποφαρμάττουσαν τὸ ἄκρατον», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φαρμάσσω «χρησιμοποιώ φάρμακα, θεραπεύω ή φαρμακώνω» (< φάρμακον)] … Dictionary of Greek
ὑποφαρμάσσοντες — ὑποφαρμάσσω spice pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφαρμάττειν — ὑποφαρμάσσω spice pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφαρμάττεις — ὑποφαρμάσσω spice pres ind act 2nd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφαρμάττουσαν — ὑποφαρμάσσω spice pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)